ἐπρονόμευσαν

ἐπρονόμευσαν
προνομεύω
forage
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προνομεύω — Α [προνομή] 1. (για στρατιώτες) κάνω επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική χώρα για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό τού στρατού 2. (γενικά) ληστεύω, λεηλατώ 3. παίρνω κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῑκας Μαδιάμ», ΠΔ) 4. καταβάλλω, υποτάσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”